Οι σύγχρονες εξελίξεις στην τεχνογνωσία σχετικά με τη διενέργεια αναλύσεων DNA, καθώς και στον τρόπο κατά τον οποίο οι επιστήμονες ερευνούν και χειρίζονται τις υποθέσεις πατρότητας/συγγένειας ή και ταυτοποίησης DNA είναι ραγδαίες. Ωστόσο, ακόμα και με τη δύναμη της πιο σύγχρονης τεχνολογίας, η χρήση αποτεφρωμένων οστών για την διενέργεια ενός τεστ DNA παραμένει μια μεγάλη πρόκληση για τα εργαστήρια.
Προκειμένου να ρίξουμε φως στο ερώτημα αν μπορούμε να εξάγουμε DNA από τη στάχτη θα πρέπει να επισημάνουμε τα εξής:
Το DNA, ή δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ, είναι ένα αυτό-αναπαραγόμενο υλικό που κουβαλά τις γενετικές πληροφορίες σχετικά με την ανάπτυξη, τη λειτουργία και την αναπαραγωγή όλων των ζωντανών οργανισμών. Είναι παρόν στον πυρήνα κάθε κυττάρου και κρατά το κλειδί για τη μοναδική βιολογική ταυτότητα όλων των ειδών. Η διαδικασία της αποτέφρωσης καταστρέφει το μεγαλύτερο μέρος του γενετικού υλικού στο σώμα, ωστόσο, ποσότητα αυτού πιθανό να διατηρηθεί μέσα σε πιο άκαμπτους ιστούς, όπως τα οστά και τα δόντια. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα υπολείμματα του DNA μπορούν να απομονωθούν από τις στάχτες, όμως η διαδικασία αυτή είναι περίπλοκη και οι πιθανότητες επιτυχίας ελάχιστες. Οι παράγοντες που επηρεάζουν την απομόνωση γενετικού υλικού από τις στάχτες σχετίζονται με την διαδικασία της αποτέφρωσης και αφορούν:
- Τη θερμοκρασία που αναπτύσσεται και η οποία μπορεί να φτάσει έως και τους 760-982oC, συνθήκες στις οποίες το DNA μπορεί να καταστραφεί πλήρως.
- Τη διάρκεια της διαδικασίας αποτέφρωσης, καθώς η εκτεταμένη έκθεση του γενετικού υλικού σε υψηλή θερμοκρασία μειώνει σημαντικά τις πιθανότητες επιτυχίας.
- Τα διαθέσιμα υπολείμματα. Τα αποτεφρωμένα οστά έχουν συνήθως τη μορφή πούδρας αλλά ορισμένα τμήματα οστών ή/και δοντιών παραμένουν αναλλοίωτα και αυτά είναι που περιέχουν την υψηλότερη συγκέντρωση DNA σε σύγκριση με τη γύρω τέφρα. Όσο περισσότερα αναλλοίωτα τμήματα συλλεχθούν, τόσο πιθανότερη είναι και η επιτυχής εξαγωγή DNA.
- Την πιθανή επιμόλυνση από εξωτερικές πηγές DNA που μπορεί να υπάρχει ακόμα και πάνω στο σώμα κατά την αποτέφρωση και παραμένει ένας αστάθμητος παράγοντας, ο οποίος θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τους επιστήμονες κατά την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων διότι μπορεί να οδηγήσει σε ψευδή αποτελέσματα.